Καρκίνος του Πνεύμονα
ONCOLIFE
Καρκίνος του Πνεύμονα
Ιατρικές Πληροφορίες
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι καρκίνου του πνεύμονα, ο μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα, ο οποίος ευθύνεται για το 20% των περιπτώσεων, και ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα, ο οποίος ευθύνεται για το υπόλοιπο 80% και έχει τελείως διαφορετική βιολογία αλλά και αντιμετώπιση από τον μικροκυτταρικό καρκίνο.
Θεραπευτικές Επιλογές
Εάν η σταδιοποίηση δείξει ότι ο όγκος είναι σε αρχικό (εξαιρέσιμο) στάδιο, ο θωρακοχειρoυργός θα αφαιρέσει τον όγκο, αλλά και τους λεμφαδένες για να ελέγξει αν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί. Ανάλογα με το στάδιο της νόσου μπορεί να χρειαστεί να αφαιρεθεί ένα τμήμα του πνεύμονα, που ονομάζεται λοβός του πνεύμονα ή ολόκληρος ο ένας πνεύμονας.
Η Χημειοθεραπεία εμποδίζει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων και χορηγείται είτε στην τοπική νόσο, μόνη της ή σε συνδυασμό με την Ακτινοθεραπεία, είτε μόνη της σε προχωρημένη (μεταστατική) νόσο, με στόχο την παράταση της συνολικής επιβίωσης και την βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενή, όταν ο καρκίνος δεν είναι ιάσιμος. Κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας θα γίνεται παρακολούθηση των στοιχείων του αίματος (αιματοκρίτης, λευκά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια) καθώς και χορήγηση υποστηρικτικής αγωγής για την αποφυγή των πιθανών παρενεργειών της χημειοθεραπείας με βάση τις οδηγίες του γιατρού.
Οι μοριακές (Στοχεύουσες) θεραπείες αποτελούν ειδικές βιολογικές θεραπείες που στοχεύουν ειδικές μεταλλάξεις των καρκινικών κυττάρων του πνεύμονα. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι ότι λειτουργούν στοχεύοντας μόνο τα καρκινικά κύτταρα στον όγκο και συνήθως δεν επηρεάζουν τα φυσιολογικά καρκινικά κύτταρα, όπως επίσης και ότι χορηγούνται από το στόμα με τη μορφή χαπιών και δεν απαιτούν νοσηλεία για τη χορήγησή τους.
Περιλαμβάνουν τους ανταγωνιστές του EGFR, του ALK, του ROS1, φάρμακα που προσδένονται στους υποδοχείς των καρκινικών κυττάρων και εμποδίζουν την ανάπτυξή τους. Η σημαντική ιδιαιτερότητα των μοριακών θεραπειών είναι ότι για να είναι δραστικές απαιτείται η παρουσία της αντίστοιχης μετάλλαξης στα κύτταρα του όγκου και μόνον τότε έχει νόημα η χορήγησή τους. Οι στοχεύουσες θεραπείες, όταν ανευρεθούν αντίστοιχες μεταλλάξεις, εξασφαλίζουν μακρά επιβίωση με άριστη ποιότητα ζωής.
Η ανοσοθεραπεία είναι μια πολύ μοντέρνα θεραπεία που χρησιμοποιεί το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, και μάλιστα τα λευκά μας αιμοσφαίρια, που είναι οι “στρατιώτες” του οργανισμού μας, για να καταπολεμήσουν τον καρκίνο.
Η διαφορά τους με άλλες αντικαρκινικές θεραπείες είναι ότι στοχεύουν τα ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος και όχι τα καρκινικά κύτταρα, επιτρέποντάς του να αναγνωρίζει και να επιτίθεται επιλεκτικά στα κύτταρα του όγκου. Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί μια πολύ πιο “φυσική” μέθοδο αντιμετώπισης του καρκίνου σε σχέση με τη χημειοθεραπεία.
Άλλα σημαντικά πλεονεκτήματα της ανοσοθεραπείας είναι η χαμηλή συχνότητα παρενεργειών σε σχέση με τη χημειοθεραπεία καθώς και το γεγονός ότι τα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας διαθέτουν “μνήμη”, που σημαίνει ότι η δράση της ανοσοθεραπείας μπορεί να συνεχιστεί ακόμη και μετά τη διακοπή της.
Σήμερα, η ανοσοθεραπεία έχει καταδείξει μεγάλο όφελος στην επιβίωση στον μη-μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα και έχει υποκαταστήσει την κλασική χημειοθεραπεία σε κάποιες περιπτώσεις, όταν ανευρίσκεται θετικός ένας δείκτης, που ονομάζεται PD-L1, σε πάνω από 50% των καρκινικών κυττάρων του όγκου.
Παρακολούθηση μετά τη θεραπεία
Κάποιες φορές ακόμη και η καλύτερη θεραπεία μπορεί να αφήσει ένα “υπόλλειμμα” σε καρκινικά κύτταρα, τα οποία, διαιρούμενα, να δώσουν έναν νέο όγκο. Ο καρκίνος μπορεί να επανεμφανιστεί στο ίδιο σημείο ή σε άλλο σημείο του σώματος.
Σε καθε περίπτωση, η επικοινωνία και συνεργασία με το θεράποντα ιατρό, εξασφαλίζει την έγκαιρη αντιμετώπιση της υποτροπής και συμβάλλει στη μακρά επιβίωση των ασθενών, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και σε μεταστατικό στάδιο, με την εφαρμογή όλων των θεραπευτικών μεθόδων που αναφέρθηκαν παραπάνω με την κατάλληλη αλληλουχία και πάντα με τις οδηγίες του θεράποντος ογκολόγου.