Καρκίνος Παχέος Εντέρου
ONCOLIFE
Καρκίνος Παχέος Εντέρου
Ιατρικές Πληροφορίες
Το 80% των περιπτώσεων εμφανίζονται μετά την ηλικία των 50 ετών, εκτός αν υπάρχει συγκεκριμένη γενετική προδιάθεση, οπότε η ηλικία εμφάνισης μπορεί να είναι και μικρότερη. Το συχνότερο σύμπτωμα είναι η απώλεια αίματος από τον πρωκτό, που ατυχώς πολλές φορές αποδίδεται σε καλοήθη αίτια, όπως οι αιμορροϊδες. Μπορεί επίσης να εκδηλωθεί με αναιμία, καταβολή και εύκολη κόπωση.
Ο συνδυασμός των παραπάνω συμπτωμάτων θα πρέπει να οδηγήσει οπωσδήποτε τον ασθενή να αναζητήσει ιατρική συμβουλή. Η εξέταση με την οποία διαγιγνώσκεται ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι η κολονοσκόπηση, που πραγματοποιεί ο γαστρεντερολόγος.
Θεραπευτικές Επιλογές
Η χειρουργική αντιμετώπιση στοχεύει στην αφαίρεση του πρωτοπαθούς όγκο και πραγματοποείται από Γενικό Χειρουργό με εμπειρία στην αφαίρεση όγκων του παχέος εντέρου. Αν η νόσος είναι προχωρημένη, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει την αφαίρεση των μεταστατικών εστιών, που συνήθως εντοπίζονται στο ήπαρ (συκώτι). Μαζί με το τμήμα του εντέρου, ο χειρουργός θα αφαιρέσει τους λεμφαδένες της περιοχής και κάθε κομμάτι γειτονικού οργάνου το οποίο διηθεί ο όγκος.
Η χημειοθεραπεία έχει ως σκοπό τον θάνατο των καρκινικών κυττάρων και χορηγείται ανά δυο ή ανά τρεις εβδομάδες, συνήθως χωρίς να απαιτείται νοσηλεία του ασθενή. Χορηγείται από του στόματος ή ενδοφλεβίως και δρα σε όλο το σώμα. Κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας θα γίνεται παρακολούθηση των στοιχείων του αίματος (αιματοκρίτης, λευκά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια) καθώς και χορήγηση υποστηρικτικής αγωγής για την αποφυγή των πιθανών παρενεργειών της χημειοθεραπείας με βάση τις οδηγίες του γιατρού.
Συχνά στη θεραπεία προστίθενται και κάποιες βιολογικές θεραπείες που ονομάζονται μονοκλωνικά αντισώματα, που δρουν με μοριακό τρόπο κατά των αυξητικών παραγόντων των καρκινικών κυττάρων. Ο ογκολόγος θα επιλέξει την κατάλληλη βιολογική θεραπεία που θα προστεθεί στην χημειοθεραπεία με βάση το μοριακό προφίλ του συγκεριμένου όγκου του κάθε ασθενή και την παρουσία μεταλλάξεων.
Ειδικά στον καρκίνο του κατώτερου τμήματος του παχέος εντέρου, που ονμάζεται ορθό, εκτός από τη χημειοθεραπεία, προστίθεται στη θεραπευτική φαρέτρα και η ακτινοθεραπεία, η οποία έχει ως στόχο να σκοτώσει τα καρκινικά κύτταρα μέσω ακτινοβόλησης με ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Η ακτινοθεραπεία χορηγείται παράλληλα με τη χημειοθεραπεία, μέσα από μια διαδικασία που ονομάζεται χημειοακτινοθεραπεία
Το τελευταίο διάστημα, η ανοσοθεραπεία έχει προστεθεί στην ογκολογική φαρέτρα των ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου, αλλά μόνο σε μια ειδική κατηγορία ασθενών που τα καρκινικά κύτταρα έχουν ανευρεθεί θετικά σε γονιδιακές μεταλλάξεις (όπως η MSI-H) ή εμφανίζουν μεταλλάξεις στα MMR γονίδια.
Η ανοσοθεραπεία είναι μια πολύ μοντέρνα θεραπεία που χρησιμοποιεί το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, και μάλιστα τα λευκά μας αιμοσφαίρια, που είναι οι “στρατιώτες” του οργανισμού μας, για να καταπολεμήσουν τον καρκίνο. Η διαφορά τους με άλλες αντικαρκινικές θεραπείες είναι ότι στοχεύουν τα ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος και όχι τα καρκινικά κύτταρα, επιτρέποντάς του να αναγνωρίζει και να επιτίθεται επιλεκτικά στα κύτταρα του όγκου. Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί μια πολύ πιο “φυσική” μέθοδο αντιμετώπισης του καρκίνου σε σχέση με τη χημειοθεραπεία.
Άλλα σημαντικά πλεονεκτήματα της ανοσοθεραπείας είναι η χαμηλή συχνότητα παρενεργειών σε σχέση με τη χημειοθεραπεία καθώς και το γεγονός ότι τα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας διαθέτουν “μνήμη”, που σημαίνει ότι η δράση της ανοσοθεραπείας μπορεί να συνεχιστεί ακόμη και μετά τη διακοπή της.
Παρακολούθηση μετά τη θεραπεία
Κάποιες φορές ακόμη και η καλύτερη θεραπεία μπορεί να αφήσει ένα “υπόλλειμμα” σε καρκινικά κύτταρα, τα οποία, διαιρούμενα, να δώσουν έναν νέο όγκο. Ο καρκίνος μπορεί να επανεμφανιστεί στο ίδιο σημείο ή σε άλλο σημείο του σώματος.
Σε καθε περίπτωση, η επικοινωνία και συνεργασία με το θεράποντα ιατρό, εξασφαλίζει την έγκαιρη αντιμετώπιση της υποτροπής και συμβάλλει στη μακρά επιβίωση των ασθενών, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και σε μεταστατικό στάδιο, με την εφαρμογή όλων των θεραπευτικών μεθόδων που αναφέρθηκαν παραπάνω με την κατάλληλη αλληλουχία και πάντα με τις οδηγίες του θεράποντος ογκολόγου.